Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φάσιμος — ίμη, ον, Α [φάσις (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φάση, στην εξωτερική επίδειξη … Dictionary of Greek
φασίμη — φάσιμος denounced fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)